- ξεδόντιασμα
- το, -ατοςβγάλσιμο, σπάσιμο, χάσιμο των δοντιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεδόντιασμα — το το αποτέλεσμα τού ξεδοντιάζω, η εξαγωγή ή η έλλειψη δοντιών … Dictionary of Greek